θείτσα

θείτσα
η см. θεία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θείτσα" в других словарях:

  • θείτσα — η υποκορ. τού θεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θει ίτσα κατά προφύλαξη < θεία + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. κιθαρ ίτσα, ταβερν ίτσα)] …   Dictionary of Greek

  • θεία — θεία, η και θεια, η και (υποκορ.) θείτσα και θειάκω, η 1. αδελφή ή ξαδέλφη του πατέρα ή της μητέρας κάποιου. 2. προσφώνηση σε μια άγνωστη γυναίκα: Καλέ θείτσα. τα ό,τι αφορά το θεό, τα άγια, τα ιερά: Είναι βλάσφημος· βρίζει τα θεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»